- βόθρος
- ο (AM βόθρος)νεοελλ.βαθύς σκεπασμένος λάκκος όπου διοχετεύονται και συγκεντρώνονται ακαθαρσίεςαρχ.-μσν.λάκκος, όρυγμα στο έδαφοςαρχ.κοιλότητα σε βράχο για το πλύσιμο των ρούχων.[ΕΤΥΜΟΛ. Το βόθρος (με επίθημα *- ro-), αποτελεί λέξη ήδη ομηρική, αβέβαιης ετυμολ. Προβληματικός θεωρείται ο συσχετισμός του με μία ομάδα λέξεων δηλωτικών της έννοιας «σκάβω» (πρβλ. λατ. fodio «σκάβω», fossa «τάφρος, χαντάκι», λιθ. bedů «σκάβω, σκαλίζω», bẽdre «λάκκος»), γεγονός που προϋποθέτει είτε την αναγωγή του βόθρος σε ινδοευρ. ρίζα *bodh- (ανομοιωτικά από ινδοευρ. και ήδη προελληνικό* bhodh- < *bhedh- «σκάβω, σκαλίζω») είτε ότι το αρχικό β- οφείλεται σε αναλογική επίδραση του βαθύς. Υποστηρίζεται ακόμη ότι η λ. άρχιζε με χειλοϋπερωικό φθόγγο (g-w) και ότι συνδέεται με το γυθίσσων- διορύσσων (Ησύχ.), περαιτέρω δε και με το βαθύς. Κατ' άλλη, τέλος, άποψη προήλθε με ανομοίωση < *βόφρος < *gwobh- ro- s < *gwebh- (πρβλ. βαθύς, βάπτω).ΠΑΡ. βόθριο, -ίο (-ίον)αρχ.βοθρώ (-έω), βοθρώ (-όω)μσν.βοθρεύω, βοθριάζωνεοελλ.βοθρί.ΣΥΝΘ. αρχ. βοθροειδής έμβοθροςνεοελλ.βόθρωψ, καταβόθρα].
Dictionary of Greek. 2013.